- αμφιετίδαι
- ἀμφιετίδαι, οι (Α) [ἀμφιετής]κωμική ονομασία για ανόητους ανθρώπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιετίδαι — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιετής — ἀμφιετής, ές (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ετής < ἔτος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι] … Dictionary of Greek